- χρυσοκρόταλος
- χρυσο-κρότᾰλος, ον,A tinkling with gold, σπατάλη cj. in AP5.270 (Maced.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσοκρόταλος — ον, Μ χρυσόκροτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κρόταλος (< κρόταλον), πρβλ. φιλο κρόταλος] … Dictionary of Greek